- δυσμίκτως
- δύσμικτοςhard to mixadverbialδύσμικτοςhard to mixmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύσμικτος — δύσμικτος, ον (Α) Ι. αυτός που δεν έχει σχέσεις, συγγένεια με άλλον II. επίρρ. δυσμίκτως φρ. «δυσμίκτως ἔχω» είμαι ακοινώνητος· … Dictionary of Greek